απήδητος

απήδητος
κ. απήδηχτος -η, -ο
1. αυτός που δεν μπορεί να τον περάσει κανείς με άλμα
2. αυτός που δεν έχει πηδηχτεί (με άσεμνη σημασία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απήδηχτος — απήδηχτος, η, ο και απήδητος, η, ο 1. αυτός τον οποίο δεν πήδησε κανείς ή δεν μπορεί να πηδήσει: Το ύψος που πηδήθηκε από τον αθλητή εκείνον μένει και σήμερα απήδητο. 2. (για ζώα), αμαρκάλιστος: Οι κατσίκες ήταν ακόμη απήδηχτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”